- Νεολατίνος
- οσυν. στον πληθ. α) οι λαοί που έχουν λατινική προέλευσηβ) συγγραφείς, κυρίως ποιητές, τών νεώτερων χρόνων οι οποίοι συνέγραψαν τα έργα τους στη λατινική γλώσσα.[ΕΤΥΜΟΛ. (< νε(ο)-* + Λατίνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Εμ. Ροΐδη].
Dictionary of Greek. 2013.